- καπνιστέον
- καπν-ιστέον,A one must smoke, 'gas',
τοὺς ἐν τοῖς μετάλλοις ὄντας Ph.Bel.99.18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοὺς ἐν τοῖς μετάλλοις ὄντας Ph.Bel.99.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καπνιστέον — one must smoke masc acc sg καπνιστέον one must smoke neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)